περβολάρης

περβολάρης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περβολάρης" в других словарях:

  • περβολάρης — ο, θηλ. ισσα βλ. περιβολάρης …   Dictionary of Greek

  • περιβολάρης — και περβολάρης, ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν 1. ο εργαζόμενος σε περιβόλι, αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, κηπουρός 2. παροιμ. «νά μουνα το χειμώνα φούρναρης και το καλοκαίρι περιβολάρης» λέγεται για τους τεμπέληδες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»